φευγάτος

φευγάτος
η , ο
1) беглый, бежавший; 2) уехавший; ушедший;

είναι φευγάτος — а) он бежал; — д) он уехал


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φευγάτος" в других словарях:

  • φευγάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει 2. φρ. «είναι φευγάτος» (με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. άτος (πρβλ. γεμ άτος, χορτ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • φευγάτος — η, ο που έχει πια φύγει, που έχει ήδη αναχωρήσει, που έφυγε, που διέφυγε: Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεμάτος — και γιομάτος, η, ο (Μ γεμάτος, η, ον) 1. πλήρης, μεστός από κάτι 2. (για πρόσωπα) ευτραφής 3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός 4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν») 5. ολοκληρωμένος («χαρά γεμάτη») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φευγατίζω — Ν [φευγάτος] διευκολύνω κάποιον να διαφύγει, φυγαδεύω …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φρούδος — α, ο / φροῡδος, ούδη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.) μσν. φρ. «εἰς φροῡδον» σε καταστροφή, σε αφανισμό αρχ. 1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»